- βρομόχορτο
- τοονομασία διάφορων φυτών με άσχημη μυρωδιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βαλλωτή — η (Α βαλλωτή) πολυετής πόα, δύσοσμη, με κόκκινα άνθη, βρομόχορτο, πιπερίτσα νεοελλ. ονομασία διαφόρων φυτών Αγγειόσπερμων, Σωληνανθών, από τα οποία γνωστότερο είναι η βαλλωτή η κρατηροειδής, λουμινιά, λυχναράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
πιπερίζα — και πιπερίτσα, η, Ν [πιπέρι] πολυετής πόα, δύσοσμη, με κόκκινα άνθη, αλλ. βρομόχορτο, βαλλωτή … Dictionary of Greek
πορδόχορτο — και πορδοχόρταρο, το, Ν 1. κοινή ονομασία τού φυτού νιγέλλα η δαμασκηνή, αλλ. κατσουλόχορτο 2. κοινή ονομασία τού φυτού δατούρα το στραμώνιο, αλλ. βρομόχορτο … Dictionary of Greek
άλυσο — (alyssum). Γένος φυτών της οικογένειας των σταυρανδών. Περιλαμβάνει περίπου 100 είδη, ιθαγενή της Ευρώπης και της δυτικής Ασίας. Είναι μικρά ποώδη φυτά, μονοετή ή πολυετή. Τα φύλλα τους είναι λογχοειδή ή ωοειδή και χνουδωτά. Τα άνθη τους είναι… … Dictionary of Greek
ατρίπληξ — (atriplex). Γένος φυτών της οικογένειας των χηνοποδιιδών. Αριθμεί 140 είδη των εύκρατων και των υποτροπικών χωρών. Στην Ελλάδα φυτρώνουν 7 είδη: η α. ο κηπαίος, γνωστό κυρίως ως βλίτο ή χρυσολάχανο, φυτό εδώδιμο, η α. ο άλιμος, γνωστό κυρίως ως… … Dictionary of Greek
κώνειο — το φυτό δηλητηριώδες, βρομόχορτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)